- προσαναβαλλω
- προσαναβάλλωπροσ-αναβάλλω(о вулканах) выбрасывать, извергать
(πέτρας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πέτρας Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προσαναβάλλω — Α ρίχνω επιπροσθέτως κάτι ψηλά, ρίχνω και άλλα εκτός από αυτά που έχω ήδη πετάξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναβάλλω «ρίχνω προς τα επάνω»] … Dictionary of Greek